κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… … Dictionary of Greek
αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοφυλλίνη — Ονομασία της 1,3–διμεθυλοξανθίνης, χημικής ένωσης που είναι ισομερής προς τη θεοβρωμίνη. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 264°C, βρίσκεται στα φύλλα του τσαγιού, αλλά παρασκευάζεται και συνθετικά. Η θ. είναι διεγερτικό του… … Dictionary of Greek
ξανθίνη — Νιτρογενής ουσία με χημικό τύπο C5H4O2N4. Βρίσκεται στο πάγκρεας, στους ιστούς των μυών και σε μικρότερες ποσότητες στην ουρίνη. Επίσης και στους χυμούς μερικών φυτών, οπότε ονομάζεται ανθοξανθίνη. Το χρώμα είναι άσπρο και όταν ξεραίνεται, αφήνει … Dictionary of Greek
παπαβερίνη — Αλκαλοειδής ουσία που περιέχεται στο όπιο· σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες δεν έχει επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως τα οπιοειδή της ομάδας της μορφίνης. Διαθέτει έντονη σπασμολυτική δραστηριότητα και ενδείκνυται για τους σπασμούς του… … Dictionary of Greek
παραξανθίνη — η χημ. δικυκλική οργανική ένωση, ισομερής με τη θεοβρωμίνη και τη θεοφυλλίνη, που είναι στερεό σώμα και αποτελεί συστατικό τών ούρων και που με μεθυλίωση μετατρέπεται σε καφεΐνη … Dictionary of Greek
ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που … Dictionary of Greek
ξανθίνες — Ονομασία φαρμάκων που παράγονται από την ξ., όπως είναι η θεοφυλλίνη, η θεοβρωμίνη και η καφεΐνη. Τα φάρμακα αυτά επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στις λείες μυϊκές ίνες, στους χοληφόρους σωλήνες και στους βρόγχους. Επίσης έχουν διουρητική… … Dictionary of Greek
Φίσερ, Αιμίλιος Ερμάνος — (Vischer, 1852 – 1919). Γερμανός χημικός. Ήταν αρχικά βοηθός του Μπάγερ στο Μόναχο και στη συνέχεια διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της χημείας στο Eρλάνγκεν, στο Βίρτσμπουργκ και στο Βερολίνο. Θεωρείται πρωτοπόρος στις επιστημονικές έρευνες για… … Dictionary of Greek